στριγγλόχορτο

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

και στριγκλόχορτο και στριγγλοχόρταρο, το, Ν
άλλη κοινή ονομασία του φυτού ακόνιτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα + χόρτο].