στυπάζω

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

German (Pape)

[Seite 959] schlagen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στῠπάζω: (στύπος) «στυπάζει· βροντᾷ. ψοφεῖ, ὠθεῖ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) στυπάζει
«βροντᾶ, ψοφεῖ, ὠθεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι). Για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στύπος (Ι)].