μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
[Seite 959] schlagen, Hesych.
στῠπάζω: (στύπος) «στυπάζει· βροντᾷ. ψοφεῖ, ὠθεῖ» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) στυπάζει
«βροντᾶ, ψοφεῖ, ὠθεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι). Για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στύπος (Ι)].