συγκαλλιέργεια

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

η, Ν
(γεωπ·) η ταυτόχρονη σπορά, στο ίδιο χωράφι, σπόρων δύο ή περισσότερων φυτών, αλλ. ανάμικτη καλλιέργεια.