συγκαταθλώ
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
-άω, Α
κατασυντρίβω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»].
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
-άω, Α
κατασυντρίβω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταθλῶ (Ι) «κατασυντρίβω, σπάζω»].