συγκατορύττω
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
French (Bailly abrégé)
att. c. συγκατορύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατορύττω, Ion. συγκατορύσσω, samen (met...) begraven, met acc. en dat.