συγκοίμηση
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Greek Monolingual
η / συγκοίμησις, -ήσεως, ΝΑ συγκοιμῶμαι
το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον.