συγκοίμηση

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source

Greek Monolingual

η / συγκοίμησις, -ήσεως, ΝΑ συγκοιμῶμαι
το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον.