συμβεβηκώς

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Russian (Dvoretsky)

συμβεβηκώς: υῖα, ός part. pf. к συμβαίνω.