συμπεριπλέκομαι
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Α περιπλέκομαι
1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους
2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.).