συμπολεμιστής

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

ο, θηλ. συμπολεμίστρια Ν
αυτός που πολεμά μαζί με κάποιον άλλο, συμμαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πολεμιστής. Η λ. συμπολεμιστής μαρτυρείται από το 1887 στον Χαρ. Άννινο].