συναποτελώ
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Greek Monolingual
συναποτελῶ, -έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυναποτελῶ Α
νεοελλ.
αποτελώ από κοινού
αρχ.
αποπερατώνω, συμπληρώνω κάτι μαζί με άλλον.