συνδρόμως

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

French (Bailly abrégé)

adv.
concurremment.
Étymologie: σύνδρομος.

Russian (Dvoretsky)

συνδρόμως:
1 наравне, не отставая, т. е. неутомимо (ἴχνος ῥινηλατεῖν Aesch.);
2 в согласии: τὸ πρός ἀλλήλους σ. ἔχειν Arst. взаимное совпадение.