συνδόξαν

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

French (Bailly abrégé)

v. συνδοκέω.

Greek Monotonic

συνδόξαν: μτχ. ουδ. αορ. αʹ του συνδοκέω.