συνείληφα
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
French (Bailly abrégé)
pf. de συλλαμβάνω.
Greek Monotonic
συνείληφα: -είλημμαι, παρακ. του συλλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
συνείληφα: pf. к συλλαμβάνω.