σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
-άομαι, Αθεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»].