συνθρανόω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ruiner de fond en comble.
Étymologie: σύν, θραύω.
Russian (Dvoretsky)
συνθρᾱνόω: разрушать, сокрушать: συντεθράνωται ἅπαν Eur. рухнуло все (здание).
German (Pape)
[ᾱ], zerbrechen, zertrümmern, συντεθράνωται ἅπαν δῶμα, Eur. Bacch. 633.