συννήω

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

Α
βλ. συννέω (II).

Russian (Dvoretsky)

συννήω: ион. = συννέω II.

German (Pape)

ion. = συννέω, zusammenhäufen.