ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
Αβλ. συννέω (II).
συννήω: ион. = συννέω II.
ion. = συννέω, zusammenhäufen.