συννεφώδης

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

-ες, Ν
νεφελώδης, σκεπασμένος με σύννεφα, γεμάτος σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Καιροί).