συνοικέσιο
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α συνοίκησις
νεοελλ.
διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό
μσν.-αρχ.
1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας
2. (ιδίως) γάμος.