συντονιστής

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. συντονίστρια, Ν συντονίζω
1. πρόσωπο που συντονίζει διάφορες ενέργειες («ο συντονιστής της συζήτησης τους υπενθύμισε ότι η ώρα είχε περάσει»)
2. (ηλεκτρον.) όργανο που χρησιμοποιείται για συντονισμό ραδιοφωνικών κυκλωμάτων.