συντροφικός
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
Greek (Liddell-Scott)
συντροφικός: -ή, -όν, = τῷ σύντροφος, Συντίπ. σ. 123.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συντροφικός, -ή, -όν, ΝΜ σύντροφος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύντροφο
2. (ιδίως για επιχείρηση ή εργασία) συνεταιρικός
3. παροιμ. «το συντροφικό αρνί το τρώει ο λύκος» — δηλώνει ότι αυτό που ανήκει σε πολλούς παραμελείται
μσν.
σύντροφος.
επίρρ...
συντροφικώς και συντροφικά Ν
1. με συντροφικό τρόπο
2. συνεταιρικά.