συριστικός
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
Greek Monolingual
-ή, -ό Ν συρίζω (Ι)]
1. αυτός που σφυρίζει
2. αυτός που παράγει ήχο όμοιο με σφύριγμα («το συριστικό σ»)
3. φρ. α) «συριστικά σύμφωνα»
γραμμ. τα σύμφωνα σ, ζ και ξ
β) «συριστικοί σημαντήρες»
ναυτ. σημαντήρες για την επισήμανση αβαθών, οι οποίοι εκπέμπουν συριγμούς για την ευκολότερη αναγνώριση τών επισημαινόμενων μερών.
επίρρ...
συριστικώς και συριστικά
Ν
με συριστικό τρόπο, σφυριχτά.