συρόγαστρος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
ὁ, Α
σύργαστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί του σύργαστρος / συργάστωρ (για ετυμολ. βλ. λ. σύργαστρος)].