συρόγαστρος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
Greek Monolingual
ὁ, Α
σύργαστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί του σύργαστρος / συργάστωρ (για ετυμολ. βλ. λ. σύργαστρος)].