Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συργάστωρ

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συργάστωρ Medium diacritics: συργάστωρ Low diacritics: συργάστωρ Capitals: ΣΥΡΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: syrgástōr Transliteration B: syrgastōr Transliteration C: syrgastor Beta Code: surga/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, v. σύργαστρος.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος
2. ως κύριο όν. Συργάστωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος.

German (Pape)

ορος, ὁ, eigtl. *συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV.26).
übertragen, ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3.19, 63.