συσταλτικός

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσταλτικός Medium diacritics: συσταλτικός Low diacritics: συσταλτικός Capitals: ΣΥΣΤΑΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: systaltikós Transliteration B: systaltikos Transliteration C: systaltikos Beta Code: sustaltiko/s

English (LSJ)

συσταλτική, συσταλτικόν, depressing, [μελοποιία], ἦθος, Aristid.Quint.1.12, Cleonid.Harm.13.

German (Pape)

[Seite 1044] ή, όν, zusammenziehend, zurücktreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συσταλτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος συστέλειν, ὁ εἰς τὸ συστέλλειν ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος, Ἀριστείδ. Κόϊντ. περὶ Μουσ. 30D.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συσταλτικός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που επιφέρει συστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ-σταλ- του ρ. συστέλλω (πρβλ. παθ. αόρ. β' συν-ε-στάλ-ην) + κατάλ. -τικός (πρβλ. κατα-σταλ-τικός)].