συσταλτικός
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
συσταλτική, συσταλτικόν, depressing, [μελοποιία], ἦθος, Aristid.Quint.1.12, Cleonid.Harm.13.
German (Pape)
[Seite 1044] ή, όν, zusammenziehend, zurücktreibend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συσταλτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος συστέλειν, ὁ εἰς τὸ συστέλλειν ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος, Ἀριστείδ. Κόϊντ. περὶ Μουσ. 30D.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συσταλτικός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που επιφέρει συστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ-σταλ- του ρ. συστέλλω (πρβλ. παθ. αόρ. β' συν-ε-στάλ-ην) + κατάλ. -τικός (πρβλ. κατα-σταλ-τικός)].