συχνῷ

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Russian (Dvoretsky)

συχνῷ: adv. значительно более, много, гораздо (σ. βελτίων Plat.; σ. νεώτερος Dem.).