σφακελούμαι

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-όομαι, Ν σφάκελος (Ι)]
(λόγιος τ.)
1. προσβάλλομαι από γάγγραινα
2. (για άμπελο) υφίσταμαι σήψη τών ριζών.