στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-όομαι, Ν σφάκελος (Ι)](λόγιος τ.)1. προσβάλλομαι από γάγγραινα2. (για άμπελο) υφίσταμαι σήψη τών ριζών.