σφουγγαρόπανο

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

το, Ν
χοντρό ύφασμα κατάλληλο για πλύσιμο και καθάρισμα πατώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + πανί].