σφούγγισμα
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
Greek Monolingual
το, Ν σφουγγίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφουγγίζω, καθαρισμός μιας επιφάνειας με σφουγγάρι
2. συνεκδ. καθαρισμός μιας επιφάνειας από ακαθαρσία ή υγρασία με οποιοδήποτε μέσο.