σχιζοφασία

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. διαταραχή του προφορικού λόγου, η οποία θεωρείται υπομορφή της σχιζοφρενίας, η μη συστηματική σχιζοφρενία και κατά την οποία ο πάσχων χρησιμοποιεί λέξεις απομακρυσμένες από την έννοιά τους και άφθονους νεολογισμούς που καθιστούν τον λόγο του ακατανόητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizophasia (< σχίζω + -φασία < φάσκω)].