σχιζοφρενία
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. νευροψυχιατρική νόσος της ομάδας τών ψυχώσεων που παρατηρείται κυρίως σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες και κατά την οποία συντελείται βαθιά μεταμόρφωση και, προπάντων, διάλυση της προσωπικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizophrenia (< σχίζω + -φρενία < -φρενής < φρήν, φρενός)].