σχοινάκι

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

και σκοινάκι, το, Ν σχοινί
1. (με υποκορ. σημ.) μικρό σχοινί
2. είδος παιδικού παιχνιδιού.