Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωλήνωση

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

η, Ν σωληνώνω
1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων
2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε ανεγειρόμενο κτήριο.