σωλήνωση

Greek Monolingual

η, Ν σωληνώνω
1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων
2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε ανεγειρόμενο κτήριο.