σωληνώνω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

σωληνῶ, -όω, ΝΑ σωλήν, -ῆνος]
νεοελλ.
1. τοποθετώ σωλήνα
2. συνδέω με σωλήνα
3. προσδίδω σχήμα σωλήνα
αρχ.
παθ. σωληνοῦμαι, -όομαι
χρησιμεύω ως σωλήνας.