τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαι → cause happiness to spring forth from the earth
-έω, Απλάθω, διαμορφώνω σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πλαστῶ (< -πλάστης < πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηροπλαστώ].