σωμαφορώ

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
έχω σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα + -φορῶ (< -φόρος), πρβλ. νικηφορῶ].