σύκειος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

-ον, Α σῡκον
(κυρίως το ουδ.) σύκειον
(ενν. ξύλον) ξύλο συκιάς.