σώτρο

Greek Monolingual

το / σῶτρον, ΝΑ
η στεφάνη τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ-τρον (με επίθημα -τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. kyew- του ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό -ō-, λόγω του ότι η στεφάνη είναι το τμήμα του τροχού που προκαλεί την αναπήδηση του (βλ. και λ. σεύω)].