σῶτρον
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
τό, wooden felloe of the wheel (the iron hoop or tire being ἐπίσωτρον), Poll.1.144, 10.53; cf. σωτεύματα.
German (Pape)
[Seite 1061] τό, der hölzerne Umfang des Rades, das Holz, das diesen Umfang bildet, die Felge, VLL.; die eiserne Bedeckung oder Einfassung des äußern Rades hieß ἐπίσωτρον, entweder von σώομαι = σο ῦμαι, σεύομαι, auf den schnellen Umschwung des Rades gehend, od. wahrscheinlicher von σῶς, aus einem Stücke gearbeitet, schwerlich von σώζω, ein Reif, um das Holz zu schonen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
jante, roue.
Étymologie: DELG σεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
σῶτρον: τό, ἡ ξυλίνη τοῦ τροχοῦ περιφέρεια, δηλ. ἡ ἀψίς, ὁ δὲ περιβάλλων αὐτὴν σιδηροῦς κύκλος ἐκαλεῖτο ἐπίσωτρον, Πολυδ. Α΄, 144, Ι΄, 53. ― Ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξ. σῶστρα μνημονεύει καὶ τύπον σωτρεύματα.
Russian (Dvoretsky)
σῶτρον: τό деревянный обод колеса (ср. ἐπίσσωτρον).