τέτλαθι
From LSJ
English (LSJ)
τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς, v. Τλάω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. pf. de τλάω.
Russian (Dvoretsky)
τέτλᾰθι: эп. 2 л. imper. к τλῆναι.
Greek (Liddell-Scott)
τέτλᾰθι: τετλαίην, τετλάμεν, τετλάμεναι, τετληώς, ἴδε ἐν λ. *τλάω.
English (Autenrieth)
see τλῆναι.
Greek Monotonic
τέτλᾰθι: τετλάτω, Επικ. προστ. παρακ. του *τλάω· — τετλαίην, ευκτ.· — τετλάμεν, -άμεναι, απαρ.