ταμίευση

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

η / ταμίευσις, -εύσεως, ΝΑ ταμιεύω
νεοελλ.
αποταμίευση
αρχ.
1. οικονομική διαχείριση, επιστασία
2. προγραφή, δήμευση.