εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
η / ταμίευσις, -εύσεως, ΝΑ ταμιεύωνεοελλ.αποταμίευσηαρχ.1. οικονομική διαχείριση, επιστασία2. προγραφή, δήμευση.