ταμπέλα

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

η, Ν
1. πινακίδα
2. φρ. «του κόλλησαν την ταμπέλα» — τον χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, του κόλλησαν τη ρετσινιά, τον συκοφάντησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella].