ταπετσαρία
From LSJ
τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land
Greek Monolingual
η, Ν
1. επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης
2. επίστρωση επίπλων, ιδίως καθισμάτων, κρεβατιών και καναπέδων με ειδικό γέμισμα και επένδυσή τους με ύφασμα, πλαστικό ή δέρμα
3. η τέχνη και η τεχνική τών παραπάνω επιστρώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tappezzeria (< ελλ. τάπης, πρβλ. ταπέτο)].