ταραξάκο
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50-60 είδη πολυετών ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή, από τα οποία γνωστότερο είναι το είδος Taraxacum officinale με τις κοινές στην Ελλάδα ονομασίες πικραλίδα, αγριομάρουλο και άγριο ραδίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. taraxacum < νεολατ. taraxacum < αραβ. tarakhshaqūn «άγριο ραδίκι»].