ταραχωδῶς
From LSJ
English (Woodhouse)
(see also: ταραχώδης) in disorder
French (Bailly abrégé)
adv.
avec trouble;
Sp. ταραχωδέστατα.
Étymologie: ταραχωδής.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρᾰχωδῶς:
1 в смятении (ζῆν Isocr.);
2 спутанно, сбивчиво: τ. ὑπολαμβάνειν περί τινος Isocr. путанно судить о чем-л.;
3 мятежно (ἔχειν πρός τινα Dem.).