ταρταρούγα
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
και ταρταρούγκα, η, Ν
1. χελώνα, ιδίως θαλάσσια
2. (κατ' επέκτ.) όστρακο χελώνας
3. συνεκδ. κόσμημα ή άλλο αντικείμενο που κατασκευάζεται από το παραπάνω υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartaruga «χελώνα»].