ταρταρούγα

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

και ταρταρούγκα, η, Ν
1. χελώνα, ιδίως θαλάσσια
2. (κατ' επέκτ.) όστρακο χελώνας
3. συνεκδ. κόσμημα ή άλλο αντικείμενο που κατασκευάζεται από το παραπάνω υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartaruga «χελώνα»].