ταρχηρός

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

German (Pape)

[Seite 1072] = ταριχηρός, Soph. frg. 531.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(συντετμημένος τ.) βλ. ταριχηρός.